- κατοικιδίου
- κατοικίδιοςliving inmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμήνος — Στη φυσική σημαίνει ομάδα σωματίδιων η οποία παράγεται σ’ ένα ειδικό μέσο από ένα προσπίπτον σωματίδιο υψηλής ενέργειας ή ύστερα από μια διαδικασία διαδοχικών αλυσωτών συγκρούσεων. Διακρίνουμε τα διεισδυτικά σ. από πυρηνικά σωματίδια (νουκλεόνια … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
κλαπατάρι — το φτερούγα κατοικίδιου πτηνού («δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια», Κρυστ.) … Dictionary of Greek
μονόσιρος — μονόσιρος, ὁ (Μ) είδος κατοικίδιου πτηνού τής Αιγύπτου … Dictionary of Greek
μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… … Dictionary of Greek
μυοθήρας — ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.) νεοελλ. φρ. «μυοθήρας κύων» ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά αρχ. η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… … Dictionary of Greek
αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… … Dictionary of Greek
υδρόχοιρος ή καπυμπάρα — (hydrochoerus ή capybara). Είδος θηλαστικών της οικογένειας των Καβιιδών, της τάξης των τρωκτικών. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα τρωκτικά και φτάνει το μέγεθος του γουρουνιού (1,20 μ. περίπου) και σε βάρος τα 50 70 κιλά. Μορφολογικά μοιάζει με… … Dictionary of Greek